μικτούς

μικτούς
μικτός
mixed
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • HYMNUS — I. HYMNUS Graece ὕμνος, Latinis quoque celebratio, carmen proprie in Numinis laudes compositum est. Cuius maiestatem cum in plures spargerent Gentilium Theologi, Orpheus, Linus, Musaeus, pro iis officiis, quae unum in uno sunt a nobis cognita;… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ισότυπος — η, ο (Α ἰσότυπος, ον) νεοελλ. (για ορυκτά) αυτό που έχει τον ίδιο τύπο κρυσταλλικού πλέγματος με άλλο, αλλά δεν σχηματίζει μικτούς κρυστάλλους αρχ. 1. αυτός που έχει ίδιο σχήμα ή μορφή με κάποιον άλλο 2. (για έγγραφα) αυτός που γράφεται σε δύο… …   Dictionary of Greek

  • παρθενίας — ου, ὁ, Α 1. γιος παλλακίδας, πόρνης 2. στον πληθ. οί παρθενίαι ιδιαίτερη τάξη πολιτών στη Σπάρτη που προέρχονταν από μικτούς γάμους γνήσιων Σπαρτιατών με δούλες ή γυναίκες περιοίκων και οι οποίοι εμφανίζονται μετά τον Πρώτο Μεσσηνιακό Πόλεμο 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”